- μπούστος
- ο, και μπούστο, το1. το τμήμα τού σώματος από τον λαιμό μέχρι τη μέση, ο κορμός, το κορμί2. είδος γυναικείου ενδύματος που περιβάλλει σφιχτά αυτό το τμήμα τού σώματος3. προτομή, άγαλμα που παριστάνει άνδρα ή γυναίκα όχι με ολόκληρο το σώμα, αλλά ώς τη μέση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. busto].
Dictionary of Greek. 2013.